- σωματικάς
- σωματικά̱ς , σωματικόςoffem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματικᾶς — σωματικός of fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подвизаниѥ — ПОДВИЗАНИ|Ѥ (50), ˫А с. 1.Деятельность, работа: мню ѹмъ си(м) ˫авлѧ˫а. и подвизань˫а того iли разумы. (τὰ… κινήματα) ГБ к. XIV, 43г; Обаче же по средѣ идуще мы. дебелы(х) отину(д) разумо(м). и ˫аже зѣло разумна и взнесена. да не отину(д) праздни… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… … Dictionary of Greek